- ανακοινώσιμος
- ος , ον могущий быть опубликованным, не секретный
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
ανακοινώσιμος — η, ο αυτός που μπορεί ή αξίζει να ανακοινωθεί. [ΕΤΥΜΟΛ. < ανακοίνωση( ις). Η λ. μαρτυρείται από το 1888 στην εφημερίδα «Εφημερίς»] … Dictionary of Greek
ανακοινώσιμος — η, ο αυτός που επιτρέπεται να ανακοινωθεί: Του υποδείχτηκε ότι η είδηση δεν ήταν ανακοινώσιμη … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ανακοίνωση — Κοινοποίηση, γνωστοποίηση, αναγγελία, επίσημη μετάδοση πληροφορίας. Στη ρητορική, α. αποκαλείται ένα σχήμα με το οποίο ο ρήτορας προσποιείται ότι ζητάει τη συμβουλή των ακροατών του, του αντιδίκου ή των δικαστών (στο δικαστήριο). Αυτό γίνεται… … Dictionary of Greek